ψυλλίζω

ψυλλίζω
[пасиллиэо]/?. ловить блок

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ψυλλίζω" в других словарях:

  • ψυλλίζω — catch fleas pres subj act 1st sg ψυλλίζω catch fleas pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυλλίζω — ΝΑ [ψύλλα] καθαρίζω κάποιον ή κάτι από τους ψύλλους …   Dictionary of Greek

  • ψυλλίζω — ψύλλισα, ψυλλίστηκα, ψυλλισμένος, καθαρίζω κάτι από τους ψύλλους, αναζητώ τους ψύλλους για να τους σκοτώσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψύλλισμα — ίσματος, το, Ν [ψυλλίζω] καθαρισμός από τους ψύλλους …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»